ασκημιά

ασκημιά
ασκημιά, η και ασκήμια, η
το να είναι κανείς άσκημος: Τέτοια ασκήμια σε άντρα δεν ξαναείδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ασκήμια — και ασχήμια και ασχημία, η (Μ ἀσκημία και ἀσχημία) 1. η ιδιότητα του άσχημου, η κακή εμφάνιση 2. η ανάρμοστη πράξη …   Dictionary of Greek

  • ασχημία — και ασκήμια και ασκημιά, η (Μ ἀσχημία και ἀσκημία και ἀσχημιά και ἀσκημιά) 1. το να είναι κάποιος άσχημος, δύσμορφος, η δυσμορφία 2. ανάρμοστη πράξη …   Dictionary of Greek

  • ασχημία — η βλ. ασκημιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”